-
1 ἀριστεύω
ἀριστεύω, ein ἀριστεύς sein, sich auszeichnen, bes. durch Tapferkeit; Hom. Iliad. 6, 208. 11, 784 αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων; 7, 90 ὅν ποτ' ἀριστεύοντα κατέκτανε Ἕκτωρ; 11, 506 παῦσεν ἀριστεύοντα Μαχάονα; Od. 4, 652 κοῦροι δ' οἳ κατὰ δῆμον ἀριστεύουσι μεϑ' ἡμέας; Iliad. 11, 409 ὃς δέ κ' ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι; 16, 292 ἀριστεύεσκε μάχεσϑαι; 6, 460 ἀριστεύεσκε μάχεσϑαι Τρώων; 11, 627 βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων; 10, 306 v. l. ἵππους, οἵ κεν ἀριστεύωσι, Aristarch ἄριστοι ἔωσι, Zenodot αὐτοὺς οἳ φορέουσιν ἀμύμονα Πηλείωνα, Aristoph. καλοὺς οἳ φορέουσιν ἀ. Π., s. Scholl. Didym. – Her. 9, 74; Xen. Mem. 3, 5, 10; ἀριστεύειν χϑονός, der Erste, der Fürst des Landes sein, Pind. N. 1, 14; N. 10, 10; Soph. Ant. 195 Tr. 488; ἐρετμοῖς Theocr. 12, 27; ἐν ἀέϑλοις Pind. N. 11, 14; πάντα πάντῃ ἐν ἔργοις τε καὶ ἐπιστήμαις Plat. Rep. VII, 540 a; mit dem acc., σταδίου πόνον Pind. Ol. 11, 67; vgl. 13, 42; τὰ πρῶτα καλλιστεῖα Soph. Ai. 435; vgl. 1279; Theocr. 15, 98; γνώμη ἀριστεύει, sie ist die beste, sie siegt, Her. 7, 144; vgl. Aesch. Prom. 892; Pind. Ol. 3, 44.
-
2 αριστευω
(ᾰ) быть лучшим, славнейшим, первым, выделяться, отличаться(Τρώων Hom.; χθονός и ἐν ἀέθλοις Pind.; δορί Soph. и δόρατι ἐν πολέμοις Plut.; ἐν ἔργοις τε καὴ ἐπιστήμαις Plat.; ἐρετμοῖς и τὸν ἰάλεμον Theocr.)
ἀ. μάχεσθαι Hom. — одолевать в бою;ἀ. σταδίου πόνον Pind. — одержать победу на состязании;τὰ πρῶτα καλλιστεῖα ἀριστεῦσαι Soph. — получить в награду первую красавицу;ἑτέρη γνώμη ἠρίστευσε Her. — восторжествовало другое мнение -
3 καλλιστειον
τό1) награда за красоту2) награда за доблесть -
4 καλλιστεῖον
καλλιστεῖον, τό, Preis der Schönheit, des Schönsten; Eur. I. T. 23; Luc. D. D. 20, 1; καλλιστεῖα κρίνειν Hedyl. 2 ( App. 28). – Preis der Tüchtigkeit, τὰ πρῶτα καλλιστεῖ' ἀριστεύσας στρατοῦ Soph. Ai. 430, der als Held den Ehrenpreis errungen hat. – Nach Schol. Il. 9, 129 τὰ καλλιστεῖα ein Festspiel in Lesbos.
См. также в других словарях:
καλλιστεία — Διαγωνισμός ομορφιάς, που διεξάγεται κυρίως μεταξύ γυναικών κάθε χρόνο, σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Η διοργάνωσή τους ωστόσο προκαλεί αντιδράσεις εξαιτίας της σκοπιμότητας που εξυπηρετούν, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις σύγχρονες… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek